ακαθησύχαστος

ακαθησύχαστος
-η, -ο [καθησυχάζω]
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να καθησυχάσει, που βρίσκεται σε διαρκή ανησυχία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακαθησύχαστος — η, ο εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καθησυχάσει, να καταπραΰνει: Έχει ακαθησύχαστες τύψεις για όσα μου έκαμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμαλάκωτος — η, ο [μαλακώνω] 1. αυτός που δεν μαλάκωσε μετά από επεξεργασία ή αυτός που δεν είναι δυνατό να μαλακώσει, σκληρός, αδρός 2. αυτός που δεν καταπραΰνθηκε, ακαθησύχαστος, ακαλμάριστος 3. σκληρός, άτεγκτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”